- μελαγχολικούς
- μελαγχολικόςof atrabiliousmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Γκουαϊασάμιν, Οσβάλντο — (Osvaldo Guayasamin, 1919 – 1999). Ζωγράφος και γλύπτης από τον Ισημερινό. Στο Παρίσι προσχώρησε στην αφηρημένη ζωγραφική. Το ζωγραφικό και το γλυπτικό έργο του τον κατατάσσουν στο ρεύμα της ανανεωμένης σύγχρονης ζωγραφικής. Ο Γ. προσπάθησε να… … Dictionary of Greek
Λάγκερκβιστ, Περ Φαμπιάν — (Pär Fabien Lagerkvist, Βάικσο 1891 – Στοκχόλμη 1974). Σουηδός συγγραφέας. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Ουψάλα, ενώ τα πρώτα του έργα, πεζά και ποιήματα, εκδόθηκαν το 1912. Τον επόμενο χρόνο επισκέφθηκε το Παρίσι, όπου επηρεάστηκε από το κίνημα… … Dictionary of Greek
Μοΐσι, Αλεξάντερ — (Alexander Moissi, Τεργέστη 1880 – Λουγκάνο 1935). Αυστριακός ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Ύστερα από μια σύντομη σταδιοδρομία σε διάφορα θέατρα, το 1904 άρχισε να εργάζεται στο Νέο Θέατρο του Βερολίνου, εγκαινιάζοντας μια… … Dictionary of Greek
Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… … Dictionary of Greek
Σλόαν, Τζων — (Sloan). Αμερικανός ζωγράφος (1871 1951). Αυτοδίδακτος, εγκαταστάθηκε το 1904 στη Νέα Υόρκη όπου υπήρξε ένας από τους ηγέτες της «Ομάδας των Οχτώ», σκοπός της οποίας ήταν να αντιδράσει στο ακαδημαϊκό πνεύμα και στον απομονωτισμό της αποδεκτής… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek